Δε θέλω, μάγκα, να περνάς από τη γειτονιά μου,
γιατί σε βλέπει η μάνα μου και καίει την καρδιά μου.
Αν δε σε δω, βρε κούκλα μου, γλυκιά παρηγοριά μου,
δε μου περνάει ο πόνος μου που έχω στην καρδιά μου.
Τι να σου κάνω, μάγκα μου, που βλέπει και γκρινιάζει,
δε θέλω να τον αγαπάς, μου λέει και φωνάζει.
Μην την ακούς, τα ξέχασε τα νιάτα τα δικά της,
κάθε βραδάκι που 'δινε τα ολόγλυκα φιλιά της.
Όλα τα ξέρω, μάγκα μου, μα τι μπορώ να κάνω,
αφού δε θέλει να σε ιδώ, τον πόνο μου να γιάνω.
Αχ, ένα βράδυ, έννοια σου, θα μπω στην κάμαρά σου
και θα σε πάρω, κούκλα μου, κρυφά από τη μαμά σου.
Και τότε που θα σμίξουμε, δε θα πονεί η καρδιά μας
και μια χαρά θ’ αλλάξουμε τα μαγικά φιλιά μας.