Στο κατώφλι της υποκρισίας και της ηθικής
εκπαιδεύομαι στ’ αλφάβητο της υποταγής.
Νύχτες μοναχικές, ατέλειωτες ουλές,
σπαταλημένοι άνθρωποι, ανοιχτές πληγές.
Στα θεμέλια του φόβου χτισμένοι ναοί.
Στα μάτια μου ο θάνατος αγκαλιάζει τη ζωή.
Για κάθε νιότη που `χασα δακρύζω,
σκοτώνω αυτό που αγαπάω και γονατίζω.
Στα σύνορα του πόθου και της έλλειψης
ακούω τη σιωπή της θλίψης και της στέρησης.
Στο μυαλό μου αναμνήσεις αιχμηρές λεπίδες.
Τα βράδια αυτοκτονώ με τσακισμένες ελπίδες.
Το ατσάλι σκουριάζει, τα χρόνια περνούν,
οι ψεύτικοι άνθρωποι επίτηδες ξεχνούν.
Το χρώμα ξεθωριάζει, τα χρόνια περνούν,
ό,τι δεν καταλαβαίνουν αλύπητα χτυπούν.
Το δόγμα στη ζωή μου οδοφράγματα.
Το δόγμα στη ζωή μου ανοιχτές συγκρούσεις.
Το δόγμα στη ζωή σου λαιμητόμος.
Το δόγμα στη ζωή σου ένα φτηνό αστείο.
Το δόγμα της ζωής μας κομμένες φλέβες.
Το δόγμα της ζωής μας αιμορραγεί μαζί μας.
Τα χαμένα χρόνια πίσω δε γυρνούν,
μόνο οι νικημένοι δεν ανυσηχούν.
Σφίγγουμε τα δόντια, προχωράμε μπροστά.
Στη πλάτη μας οι θεοί γελάνε δυνατά.