Σαν έγινα είκοσι χρονών στο σπίτι μόνη στο βουνό
σ’ αφήνω και γι αλλού κινώ, μάνα.
Σε ξένες χώρες μακρινές ντυμένες με χαρές φθηνές
χρονιές περνάω σκοτεινές, μάνα.
Μάνα μου θλιμμένη μου,
μάνα αγαπημένη μου
Μάνα λυπημένη μου,
μάνα μου χαμένη μου.
Εγνώρισα την απονιά της μοναξιάς την παγωνιά
κι ανοίγω γυρισμού πανιά, μάνα.
Το σπίτι έρμο στο βουνό, φευγάτη εσύ στον ουρανό
και εγώ ρημάδι να θρηνώ, μάνα.
Και τώρα ποιος θα με σκεφτεί, ποιος άνθρωπος θα με νοιαστεί
ποιος θα μου πλύνει την πληγή, μάνα.
Αχ και να ζούσε, να ήσουν ’δω, τα χέρια σου να σου κρατώ
σκυφτός συγγνώμη να ζητώ, μάνα.
Μάνα μου θλιμμένη μου,
μάνα αγαπημένη μου
Μάνα λυπημένη μου,
μάνα μου χαμένη μου.