Για στοχάσου τον πόνο,
το πικρό σου το αίμα
πως κυλάει μέσ’ στις φλέβες,
το σούροπο σβήνει,
απ’ τη σάρκα σου φεύγει
και ξαπλώνει ως το γέρμα
πορφυρή σου η γαλήνη.
Για στοχάσου κι εσένα,
ποιος Θεός σ’ έχει πλάσει,
συντυχιά ποιών ανέμων
να σ’ έχει γεννήσει,
το φεγγάρι πριν γείρει
για να σβήσει στην χάση,
θα σε γλυκοφιλήσει.
Την ψυχή για στοχάσου
στον μυχό της παλάμης,
φλογισμένη, έχω αφήσει
των χειλιών μου, σφραγίδα,
πριν να φύγεις για πέρα
να βιαστείς, να προκάμης
να σκοτώσεις ελπίδα.
Για στοχάσου, τη θλίψη
τάχα ποιος να `χει κλαψει,
ποιός σε βάφτισε ατόφια
στην αρμύρα το δάκρυ,
τον νεκρό της καρδιάς του
τάχα ποιος να `χει θάψει,
στης καρδιάς σου μιαν άκρη.
Για στοχάσου τα μάτια
πως κοιτάν μέσ’ στο σκότος
στους ορίζοντες όταν
την χλαμύδα του σέρνει,
μέσ’ στα μαύρα τα νέφη
που τα κύλησε ο νότος
το κορμί σου πως γέρνει.
Για στοχάσου πως ζούμε,
να, σιμώνει το σκότος,
σαν λεπίδι από φλόγα
με τρυπάει το κορμί σου
μέσ’ στο στέρνο μου, κύμα
που τα ανάγειρ’ ο νότος
με γαλήνη κοιμήσου.