Ήταν ένας αχινός
σ’ ένα βράχο αραχτός
και πιο `κει στο περιγιάλι
ένα κόκκινο κοράλλι.
Ρίχνει μια κλεφτή ματιά,
μάνα μου τι ομορφιά,
βρε κοράλλι κοραλλένιο
δεν μπορώ να περιμένω.
Το ναζιάρικο κοράλλι
σκύβει κάτω το κεφάλι
μα χαμογελά λιγάκι
και του κλείνει το ματάκι.
Και ο αχινός κινάει
στο κοράλλι του να παει
στρογγυλός και αγκαθένιος,
έρωτας παραμυθένιος.
Αφηφάει τα μποφόρ,
σπάει όλα τα ρεκόρ
και μονάχα σ’ ένα μήνα
πλησιάζει τη σειρήνα.
Κι όταν πια κοντά σιμώνει
και τ’ αγκάθια του τεντώνει
το κοράλλι νιώθει ρίγη
και την αγκαλιά του ανοίγει.
Βρε τι πόνος είναι αυτός,
ο πολύς ο αχινός
ούτε σ’ αγαπώ δεν είπε
και το γέμισε με τρύπες.
Τώρα το κοράλλι πια
μόνο στην ακρογιαλιά
σκέφτεται τον αχινό
και ρουφάει το νερό.
Этот текст прочитали 257 раз.