Μοίρα κακή κι αντίδικη, τυραννισμένη μοίρα,
Ποια πάθη από τον Έρωτα, ποιες πίκρες δεν επήρα;
Στη δούλεψι κι εις τις καημούς μικρή περίσσια εμπήκα
τς αγάπης, κι όλα τα κακάκι οι παιδωμές μ’ ευρήκαν
μόνια μου με τον Έρωτα πάσ’ ώραν επολέμου,
και κανενός δεν έδειχνα τα πάθη μου ποτέ μου.
Μα κείνος μάστορας καλός γιατί ήτον του πολέμου,
Μέρα και νύκτα δυνατό πόλεμον έδιδέ μου,
Κι ώρες γλυκύς μου εφαίνετο, κι ώρες πικρύς περίσσια,
Κι ώρες στρατιώτης δυνατός, κι ώρες παιδάκιν ίσια.
Χίλια ακριβά τασσίματα μότασσε πάσα μέρα,
Και χίλια μόκτιζε όμορφα περβόλια στον αέρα.
Χίλιες ζουγράφιζε χαρές μέσα στο λογισμό μου
Και χίλιες έδειχν’ ομορφιές πάντα των ομματιώ μου
Τόσον οπού μ’ ενίκησε, και δούλη απόμεινά του
Και τσι καημένης μου καρδιάς την εξουσιά έδωκά του.