Ακούω μια κρυφή οργή
να μπαινοβγαίνει απ’ τις πόρτες,
μετά μια μακριά σιωπή
να κόβει τις δικές της βόλτες.
Τι δεν έμαθε ο θεός;
Αλήθεια πώς δεν είδε τόσα;
Ο νόμος στο αίμα πιο σκληρός
και ο χρόνος χάνεται στα φώτα.
Να να να, να να ναα
Γιατί εξατμίζομαι τη νύχτα,
γιατί γίνομαι καπνός;
Τι δεν ξέρω, τι δεν είδα,
τι να πω;
Που έχουν κρύψει την ελπίδα;
Τι δεν έμαθε ο θεός;
Πώς μπορεί να μην το ξέρει
ούτε αυτός, ούτε αυτός;
Πρέπει να δικαιολογείς
και τον αέρα που αναπνέεις,
τις νύχτες αν θα κοιμηθείς
αν στέκεσαι ή αν καταρρέεις.
Τι δεν έμαθε ο θεός;
Αλήθεια πώς του κρύψαν τόσα;
Ο λάθος φαίνεται σωστός
κάτω απ’ τα καινούρια φώτα.
Να να να, να να ναα
Γιατί εξατμίζομαι τη νύχτα,
γιατί γίνομαι καπνός;
Τι δεν ξέρω, τι δεν είδα,
τι να πω;
Που έχουν κρύψει την ελπίδα;
Τι δεν έμαθε ο θεός;
Πώς μπορεί να μην το ξέρει
ούτε αυτός, ούτε αυτός;