Χορεύουν οι Νεράιδες πιο έξω από τ`αλώνια
στης νύχτας τη λαμπρή ποδιά την ξάστερη κι αιώνια.
Στο χοροστάσι τους σιμά τα βήματα τ`Αντώνη
που νύχτωνε στα ρέματα διαβόλους να μαλώνει.
Κι είδε ο αλαφροίσκιωτος τη λυγερή κοπέλα
που`σερνε το χορό μπροστά, να λέει του ανέμου έλα.
Σε μια στροφή αερική της πέφτει το μαντήλι
τ`αρπάζει ο αλλοπαρμένος μας στα μάγια να τη στείλει.
Της νεράιδας το μαντήλι όποιος κλέψει
για γυναίκα του αν θέλει ας τη γυρέψει.
Τα στέφανα γινήκαν με παγωμένα χέρια
κρεμάστηκαν στον ουρανό τα πικραμένα αστέρια.
Τα μάγια μένουνε κρυφά σ`ένα μπαούλο άσπρο
κι η Νύφη όλο τριγυρνά σαν λύκαινα σε κάστρο.
Πέρασαν τα χρόνια και γέννησε η Νεράιδα
επτά παιδιά αγγέλους μα η καρδιά της άδεια.
Μια μέρα όπως έπαιζαν τα πιο μικρά παιδιά
βγάζουν απ`το μπαούλο της τα πρώτα τα προικιά.
Αρπάζει η πεντάμορφη τα μάγια το μαντήλι
κι αμέσως γίνεται καπνός στων αστεριών την ύλη.
Η νεράιδα το μαντήλι άμα στο πάρει
θα χαθεί ξανά στο αργυρό φεγγάρι.
Этот текст прочитали 274 раз.