Είχε μια μάνα όμορφη με φεγγαρίσια μάτια
που κένταγε πάνω στη γη αγγελικά παλάτια.
Το γιο της τον μονάκριβο τον έφερνε στα δάση
στις λίμνες για να πιει νερό, τα ξωτικά να πιάσει.
Τραγούδαγε και χόρευε στα βρόχινα νερά
λατρεύαν τα ελάφια την άμοιρη χαρά.
Απ’ όλα τα κρίνα των αγρών, της άμμου της θαλάσσης
στους κρίνους ομορφαίνονταν, μες στους αγρούς της πλάσης.
Μεγάλωσε κι αγάπησε τη λίμνη των ονείρων,
τη λευτεριά απάτησε στην ευωδιά ψιθύρων.
Όλες οι νιες μαραίνονταν στο άγιο πέρασμά του,
καμιά τους δε θα έτρεμε στο πρώτο τ’ άγγιγμά του.
Αγάπησε τον άγγελο που `ταν στο πρόσωπό του
και βύθισε το πάθος του στο αμίλητο νερό του.
Τέτοια μάνα, τέτοια λίμνη, τόσο νιο φεγγάρι
δεν τ’ άντεξε την ομορφιά που κέντριζε η χάρη.
Έπεσε κι αγκαλιάστηκε στο βάθος μεθυσμένος
μ’ ορθάνοιχτα τα μάτια κοιμάται βυθισμένος.
Ράγισε και μίλησε της λίμνης ο καθρέφτης
κι έγινε ο νιος ανθός, της λησμονιάς ο κλέφτης.
Этот текст прочитали 315 раз.