Τον παλιό καιρό
πέρα στο κάστρο του νησιού το γκρεμισμένο
έστησε χορό το αρχοντόπουλο
στον κόσμο ξακουσμένο.
Παν εκεί στο κάστρο διαλεχτές κυράδες
κείνης της γενιάς της μακρινής.
Πήγανε ακόμα και δύο αδερφάδες
που δεν τις εγνώριζε κανείς.
Δεν ήταν ντυμένες ούτε στολισμένες
με χρυσά κι ατίμητα φλουριά
μα είχαν κάτι μάτια
που`καναν κομμάτια
και την πιο μαρμάρινη καρδιά.
Όμορφα κι οι δυο χορεύουν
κι απ`το ρήγα μπρος περνούν
και μεμιάς τον εμαγεύουν
μύριους πόνους τον κερνούν.
Στέκει ο βασιλιάς
και απ`το παλιό κρασί του κάστρου τις κερνάει.
Και γλυκό φιλί από τις δυο
ζητά της μιας να πάρει.
Μα ήτανε νεράιδες κι όποιος
τις ζυγώνει και φιλί τους
πάρει μαγικό
ημπορεί κι αυτός ώσπου να ξημερώσει
να γενεί κι εκείνος ξωτικό.
Πέρασαν οι ώρες, έφυγαν οι κόρες
πάψανε τα γλέντια, τα βιολιά
τώρα στο παλάτι της αυγής τα πάθη
βρήκαν ξωτικό το βασιλιά.
Τώρα με σκοπό θλιμμένο
κουκουβάγια τον θρηνεί
κι απ`το κάστρο γκρεμισμένος
κλαίει κι αυτός χωρίς φωνή.
Этот текст прочитали 431 раз.