Φάρσα - Φόρα παρτίδα Тексты

Θέλω να `ρθεις να μου πεις όταν όλα στερέψουν
ποιοι δαίμονες και άγγελοι θα `ρθουν να σε γιατρέψουν
να πιστέψουν όσα έχεις πει στη ζωή σου
όσα όταν έφυγες χαθήκανε μαζί σου και ντροπή σου
που με βουρκωμένα μάτια και φθόνο κοιτάζεις το χρόνο,
αφού νομίζεις πως κυλάει για εσένα μόνο.
Γι’ αυτό σου ξαναλέω μη λυγίσεις μη φοβάσαι
βρες ένα όνειρο για να `χεις σαν κοιμάσαι
και δεν πειράζει το στοιχείο σου αν σε σκιάζει
να `χεις το νου σου στην αντάρα της στιγμής που θα σε κράζει
μπρος στο καθρέφτη η ψυχή σου να πέφτει
και το όνειρο σου το ίδιο να σε φωνάζει ψεύτη
καλή αρχή μιας και φοβάσαι τα φινάλε
κανόνες δικοί σου και τράπουλα δικιά σου βγάλε.
Μη σκιαχτείς, είμαστε φίλοι εδώ απόψε,
ανακάτεψε εσύ κι άμα γουστάρεις κόψε.
Κοιτά τα κιόλας κι από κάτω να δεις τι φύλλο έχεις,
αν τα μπέρδεψες κι αρχίσεις πάλι να τρέχεις
και μου δείξεις τη ψυχή σου πως δεν κραδαίνεις,
αφού όταν είσαι μπροστά στη φωτιά πάντα σωπαίνεις.
Παμε για δεύτερη παρτίδα ευκαιρία και ελπίδα,
αλλά ας αλλάξουμε παιχνίδι, αφού εκείνο ήταν παγίδα.
Ας βάλουμε λίγο σανίδι, λίγο αυλαία
κουστούμια και φώτα για να σου μοιάζουν όλα ωραία.
Και να σου πάλι η αφεντιά σου στο βήμα και είναι κρίμα
επαναστάτης να μην τα λεει όλα χύμα
με το κοινό από κάτω να γελάει ευχαριστημένο
να ακούει αυτά που θέλει από κομπάρσο πουλημένο
μασκαρά, φουκαρά, ποπολάρο, ξεχασμένο,
αναγεννημένο, με υποβολέα κρυμμένο
που `χει μπερδέψει χαρτιά από σενάριο πειραγμένο,
μα δε γαμιέται, άλλο ένα παιχνίδι στημένο.
Κι εγώ εκεί να σε θωρώ με κουστούμια χλυδάτα
που αν είχαν στόμα, θα τα λέγαν πιο σταράτα
και σαν παύση η αυλαία της παράστασης για φίλους
μ’ ένα Δον Κιχώτη που κυνηγάει μύλους
με μια έκφραση στα μάτια σαν να πεθαίνεις
για δεύτερη φορά σε είδα να σωπαίνεις.
Παμε στη τρίτη τη φαρμακερή, τη πιο μεγάλη
με φανφάρες να φτύνεις που `χουν το μαύρο τους χαλί
εμπλουτισμένη με χαρά, ψευτομαγκιά και χαβαλέ
βγαλμένες από στόμα που έχει μάθει στα ατελιέ
να τρωει ό,τι αραδιάζουν και πετούν μπροστά του,
αφού μόνο έτσι του `χουν πει πως θα είν’ στα συγκαλά του
και εσύ για το καλό σου να το χεις πιστέψει,
αφού τη βρόμη με το στάχυ έχεις μπερδέψει
μ’ ένα κοντυλοφόρο χρυσό και σκαλιστό,
χωρίς να ξέρεις πως τα τάματα δεν κάνουν το πιστό
κι οι γραφές στολισμένες κι ακριβοπληρωμένες
και μες την εκκλησία έχουνε θέσεις πιασμένες.
Γι’ αυτό τις πήρα μια μέρα και τις διάβασα πιο πέρα,
αφού κι οι δαίμονες χρειάζονται φοβερά
κι όταν τις άνοιξα δεν είδα τίποτα γραμμένα,
αφού για μένα ό,τι κι αν γράφεις είναι σβησμένα
Κι αλήθεια, πες μου, τώρα ζεις ή πεθαίνεις
αφού για άλλη μια φορά μπροστά στα μάτια μου σωπαίνεις.
Этот текст прочитали 296 раз.