Εύα Καμινάρη - Του πάνω κόσμου Тексты

Κι ενώ συνέβαιναν αυτά, ο καπετάνιος έλιωνε στο στρώμα
όχι μόνο γιατί δεν έρχοταν τ’ αθάνατο νερό
να τον λυτρώσει απ’ την αρρώστια, έλειπε κι η αγαπημένη του κόρη
να τον γλιτώσει από την θλίψη μ’ ένα της χαμόγελο.
Κι εκείνη προσπαθούσε να βρει τρόπο να γλιτώσει από τον δράκο,
έκλαιγε μαζί με τον Χρυσόβεργα μέσα στη σπηλιά που τους είχε φυλακίσει.

Τον πάνω κόσμου να χαρώ
της θάλασσας τα βάθη
πεθύμησα τον αργαλειό
και τ’ ουρανού τα πλάτη.

Τον πάνω κόσμο λαχταρώ
σκαλί σκαλί ν’ ανέβω
να δω τα χιόνια στο βουνό
να δω τ’ αστρί γυρεύω.

Κάποτε όμως τέλειωσε η υπομονή κι αποφάσισε να αποκαλύψει στον Χρυσόβεργα
το μυστικό που της είχαν πει οι Μοίρες για να εξοντωθεί ο δράκος.
Αψηφώντας τον κίνδυνο γι αυτήν την μαρτυρία και κατάφεραν να χτυπήσουν τον δράκο,
να πάρουν το χρυσό κλειδί και να βγουν έξω στη ζωή και να πάρει και η Μαργεντίνη
τ’ αθάνατο νερό να μπορέσει να σώσει τον πατέρα της απ’ τον θάνατο.
Κι όταν βγήκαν έξω από τη σπηλιά, ο Χρυσόβεργας πήγε στην πατρίδα του
και περίμενε την Μαργεντίνη για να την παντρευτεί.

Σκάλα την σκάλα θ’ ανεβώ
θλίψη και πεθυμιά μου
στης άνοιξης τα ξέφωτα
να δώσω την ματιά μου.

Στον πάνω κόσμο να σταθώ
τον ήλιο ν’ αντικρίσω
και της καρδιάς τα αναπάντεχα
στο φως να τραγουδήσω.
Этот текст прочитали 474 раз.