Τα φώτα της πόλης πώς με τραβάνε
και διχασμένο με παρατάνε,
φευγάτα βήματα, άδεια ζωή,
δίχως διαλείμματα κι αναστολή.
Τα φώτα της νύχτας πώς με τρυπάνε
κι ό,τι μ’ απόμεινε γιατί ζητάνε,
άρρωστο σώμα δίχως μυαλό,
σ’ ένα ξενύχτι μηχανικό.
Έρχεσαι, φεύγεις και σ’ αγαπώ,
παίρνεις και παίρνεις και σε μισώ.
Τα μάτια σου βλέπω πώς με κοιτάνε,
πάνω στο δέρμα μου τι σταματάνε,
όλο το "είναι μου" μία πληγή,
δες, ακατάσχετα αιμορραγεί.
Τα μάτια σου, ξέρω πως με ρουφάνε,
ασπρόμαυρη κάρτα, φθηνά με πουλάνε,
σε μια θυσία, δώρο μικρό,
έλα μεθαύριο, δε θα `μαι εδώ.
Κρύο δωμάτιο και σκυθρωπό,
χειμώνας, μόνος κι αποχωρώ.
Τα φώτα της πόλης πώς με τραβάνε
και διχασμένο με παρατάνε,
φευγάτα βήματα, άδεια ζωή,
δίχως διαλείμματα κι αναστολή.
Τα φώτα της νύχτας πώς με τρυπάνε
κι ό,τι μ’ απόμεινε γιατί ζητάνε,
άρρωστο σώμα, δίχως μυαλό,
σ’ ένα ξενύχτι μηχανικό.
Έρχεσαι, φεύγεις και σ’ αγαπώ,
παίρνεις και παίρνεις και σε μισώ.