Τις πέτρες που σηκώσαμε βαριές
για κοίτα πως τις χαίρεται ο αέρας.
Εκεί στα σύνορα της μέρας
γελάει τ’ αύριο με το χθες.
Γυρίζεις μόνος ο τέλειος πόνος.
Χυμάει ο χρόνος να χαράξει
πάνω στα πρόσωπα τη μάρκα.
Μπάζεις νερά σαν τρύπια βάρκα,
σε ποιο λιμάνι είχες αράξει;
Γυρίζεις μόνος ο τέλειος πόνος.
Ο άνεμος που τάισε το φως,
τρυπά με ένα μαχαίρι τα φτερά του
να μάθει, καθώς στέκει τη σειρά του,
πως μαύρισε της θάλασσας ο αφρός.
Γυρίζεις μόνος ο τέλειος πόνος.
Этот текст прочитали 349 раз.