Να σέρνομαι σε πέλαγα αρμυρά
παρά της νοσταλγίας υπηρέτης.
να πέφτω στα κερένια μου φτερά,
του άπιαστου αφέντης και επαίτης.
Να χάνομαι σαν έρχεται το φως,
να σβήνω πριν γυρίσει το φεγγάρι,
να γίνομαι του λάθους αδερφός,
ο φόβος να φοβάται να με πάρει.
Να ‘ρθώ κι απόψε, ζωή μου κόψε,
ζωή μου κόψε τη μέρα μου στα δυο.
Ζωή μου κόψε, να ‘ρθώ κι απόψε
σα ναυαγός στον κοραλλένιο σου βυθό.
Να έχω μια κατάρα για ευχή,
να χάσω το κλειδί του παραδείσου,
να ρέω σαν ποτάμι στη βροχή,
σα βότσαλο να λιώνω στην ακτή σου.
Να ‘ρθώ κι απόψε, ζωή μου κόψε,
ζωή μου κόψε τη μέρα μου στα δυο.
Ζωή μου κόψε, να ‘ρθώ κι απόψε
σα ναυαγός στον κοραλλένιο σου βυθό.