Σαν προδοσίας μοιάζω Θεός
μιας ανιστόρητης σειράς του εαυτού μου
Χτυπώ ανεβαίνοντας τα βάθη του μυαλού μου
τόσο αυθόρμητη, γλυκιά, πειρασμός
Ό,τι θες, μα δεν θες να σκοτώσεις
την καρδιά σου να λερώσεις και να μην φοβηθείς
Την ευτυχία που χρόνια προσπαθείς να γλιτώσεις
Μετανάστης σε ίδια πόλη Βασιλίας σε ξένη γη
Σαν αμαρτίας βαρύς χρυσός
ζυγίζω μονάχα στις πλάτες σου επάνω
Δεν περιμένω να μ’ αγγίξεις και φτάνω
μοιράζω πόλεμο και ντύνομαι εχθρός