Μια Κυριακή πολλά πρωί
κι ένα Σαββάτο βράδυ
ανοίχτηκα στη θάλασσα
να ρίξω παραγάδι.
Να ρίξω στα βαθιά νερά
να πιάσω πλούσιο ψάρι
μα το βαρίδι ήταν βαρύ
κι η βάρκα μου τουμπάρει.
Κι η βάρκα δίχως άρμενα
κι ανάστροφα η καρένα
περνάει το θαλασσόδρομο
που πάει στα περασμένα.
Που πάει και δε με ρώτησε
της αρνησιάς τ’ αλώνι
χωρίς πανιά, χωρίς κουπί,
σπασμένο το τιμόνι.
Χωρίς και χώρισε η ζωή
στα δυο κι η βάρκα εχάθη
κι εγώ κρατάω στα χέρια μου
ένα φρυγμένο αγκάθι.