Η νύχτα η Θεσσαλονικιά
μου γνέφει να βγούμε έξω
εγώ είμαι έτοιμη ξανά
ξωπίσω της να τρέξω.
Η νύχτα η Θεσσαλονικιά
μόλις τα φώτα ανάψουν
τρέχει να βρει τον έρωτα
μαζί του να το κάψουν.
Τη νύχτα τη Σαλονικιά
ο ύπνος δεν την πιάνει
παίρνει αγκαζέ τον έρωτα
και βγαίνουν στο σεργιάνι.
Η Σαλονίκη κι έρωτας
τον ύπνο δε γνωρίζουν
σμίγουν το ηλιοβασίλεμα
και το πρωί χωρίζουν.
Στη Σαλονίκη ο έρωτας
τις νύχτες ξενυχτάει
γίνεται ο πρώτος εμπρηστής
και ύστερα το σκάει.
Η νύχτα είναι γόησσα
που απλώνει μαύρο δίχτυ
μα δεν ακούστηκε ποτέ
να πρόδωσε ξενύχτη.
Λίγο πριν σβήσει η αυγή
της νύχτας το τσιγάρο
τρέχω με τους ξενύχτηδες
τη γόβα της να πάρω.
Η νύχτα η Σαλονικιά
κι ο έρωτας αντάμα
κάθε που μ’ ανταμώνουνε
γιορτάζω κι ένα θαύμα.