Ο κόσμος ήτανε μικρός, μεγάλα τα όνειρά του
Δε χώρεσαν στον ύπνο του, ούτε στην αγκαλιά του.
Κι ούτε κατάλαβε ποτέ αυτό εδώ τ’ αγρίμι
Μέσα του πώς μεγάλωσε, πόσο καιρό θα μείνει.
Απ’ της ψυχής του τις πληγές τροφή βρίσκει τ’ αγρίμι
Και στης αγάπης τις πηγές εκεί τη δίψα σβήνει.
Κι αν νιώσει κόσμου άγγιγμα κρύβεται φοβισμένο
Μέσα στον κόσμο μόνο του, μέσα στ’ αγρίμια ξένο.
Ο κόσμος ήτανε μικρός, μεγάλα τα όνειρά του
Δε χώρεσαν στον ύπνο του ούτε στην αγκαλιά του.
Τροφή στ’ αγρίμι ο καιρός δίνει κι αυτό θεριεύει
Έγινε ο άλλος του εαυτός, κανέναν δεν πιστεύει.
Δεν του `χει πια καρδιά, όνειρα πια δεν έχει
Αγρίμι ο ίδιος έγινε, τον κόσμο για ν’ αντέχει
Κι αν νιώσει ανθρώπου άγγιγμα, τραβιέται φοβισμένος
Μέσα στον κόσμο μοναχός και μες στα αγρίμια ξένος
Этот текст прочитали 458 раз.