Είχε μιαν απλή καρδιά
και τον λέγαν Γιάννη
κάθε που ‘πεφτε η βραδιά
βγαίναμε σεργιάνι
στον γαλάζιο ουρανό
Θεέ μου πώς πονώ
Τον φωνάζανε τρελό
κάτι καλοπαίδια
του κρεμάγαν στο λαιμό
άδεια τενεκέδια
και τον δέρναν στο στενό
Θεέ μου πώς πονώ
Η απλή του η καρδιά
πια δε θα στενάζει
Του την κλέψαν τα παιδιά
για να κάνουν χάζι
μια βραδιά στην Αχαρνώ
Θεέ μου πώς πονώ
Этот текст прочитали 259 раз.