Ήρθε από τα ξένα ένα φορτηγό
και άραξε και πάλι στο Βοτανικό.
Ένας νιος λεβέντης στο Βοτανικό,
πρώτος στη δουλειά, πρώτος στο χορό,
σιγολειώνει, σιγολειώνει από καϋμό.
Ένας νιος λεβέντης λειώνει από σεβντά
και έβαλε φωτιά και έκαψε τη γης
για χατήρι, για χατήρι μιας μικρής.
Στου Μεμά του σούρα πίνει τσικουδιά
κι’ όλο σιγοκλαίει μεσ’ τη γειτονιά.
Στο παλιό το στέκι βάλαν κλειδωνιά
και έφυγε ο λεβέντης απ’ τη γειτονιά.