Ποιος είδε πράσινο δεντρί
μαυροματούσα μ’ και ξανθή
γιε μ’ να `χει γαλάζια φύλλα
μαύρα μάτια, μαύρα φρύδια;
Και στην κορφή μαλάματα
κορίτσια με τα κλάματα
γιε μ’ στη ρίζα κρύα βρύση
ποιος να πιει, ποιος να γεμίσει;
Εκεί καλέ, εκεί έσκυψα να πιω κι εγώ
μα τ’ άστρο, μα τον ουρανό
γιε μ’ να πιω να γεμίσω
μαύρα μάτια να φιλήσω.
Μου `πεσε το μαντίλι μου
καημό που `χουν τα χείλη μου
γιε μ’ το χρυσοκεντημένο
μια χαρά ήταν το καημένο.
Этот текст прочитали 354 раз.