Ο δρόμος φώτα ντύθηκε, τα χρώματα θολά,
η νύχτα τώρα λούζεται πιο κάτω στα στενά.
Στημένη στο παράθυρο σαν κάδρο ζωντανό,
τα μάτια στον ορίζοντα να βρω ποια είμ’ εγώ.
Η μάνα μου με κοίμιζε με ύμνο Δελφικό,
αγάλματα στηρίζανε το μέγα τον ναό.
Στην άκρη της σκεπής κι εγώ, τα χέρια μου ψηλά,
θαρρώ λουλούδι έγινα η Καρυάτιδα.
Στο λόφο στην Ανατολή στα ολόλευκα στητός,
δεν ήτανε ο Μωυσής μα ούτε κι ο Χριστός.
Πως ο Ορφέας ήτανε, θωρώ σε μια στιγμή˙
δε μου ̉δωσ’ ούτε μια αγκαλιά, μα ούτε και φιλί.
Μπαράκια, νύχτες, αμμουδιές, δωμάτια ηδονικά,
σας μέτρησα με το κορμί μου και με την καρδιά˙
παντού καταξοδεύτηκα γυρεύοντας στοργή,
τίποτα δεν υπάρχει τώρα πια να πληγωθεί.
Καληνύχτα, θα περιμένω εδώ˙
ακούω μακρινές φωνές, γλεντάνε τον καιρό.
Καληνύχτα, ποτέ δε θα σε βρω˙
τα βήματα στην άσφαλτο δεν έχουν τελειωμό.