Είδαν το φως πολλοί μου λέγαν υπερήφανα να σβήνει
σαν φλόγα κεριού σε σφιχτό κλοιό κυμάτων είμαι μόνος μου,
σαν από μηχανής θεός δίνω τη λύτρωση στο σάπιο, βρώμικο και πολυμίσητο εαυτό μου,
δεν άφησα στιγμή ζωής να πάει χαμένη,
απλώς έκανα διλήμματα Νιρβάνας σε μια πόλη που στα μάτια μου φαίνεται ξένη, συμβαίνει.
Μου το `χουν πει πολλοί σ’ ύποπτες κι ανεξήγητες εξομολογήσεις,
αν θες ν’ αλλάξεις τρόπο, φύγε βιαστικά προτού σε δουν και μην ξαναγυρίσεις,
θα `ναι δύσκολο να επανενταχτείς,
ο χρόνος μας αλλάζει και πολλοί από `μας περνάμε ευθύς στο χάσμα της ανθρώπινης συνύπαρξης
κενό μυαλό σε κενό χαρτί, μακρινό
ταξίδι στους κόσμους την αδέσμευτης μου σκέψης,
δεν μπορείς να προκριθείς όσα όνειρα πούστη κι αν κλέψεις, είμαι δικός μου,
γεννήθηκα για να πεθάνω όπως θέλω εγώ, όποτε θέλω εγώ.
Χάνομ’ απρόσωπος μέσα στο πλήθος που θυμίζει πέλαγος,
μα η πόλη δε μ’ αφήνει να πνιγώ κι είμαι στο στόμα της.
Δώσε μου λίγη αγάπη κι ας είναι προδομένη,
μου φτάνει να σε δω ζωγραφισμένη
στο κουραστικό κι αφόρητα γκρίζο χρώμα της.
Αυτό μόνο μου φτάνει.