Mια λυγερή τραγούδησε όξω στο φεγγαράκι
μα ήταν αέ μα ήταν αέρας ταπεινός,
μα ήταν αέρας ταπεινός, και πήρε τη λαλιά της
και πήρε την και πήγε την ανάμεσα πελάου
κι όσα καράβια τ’ άκουσαν όλα ιμαϊνάραν1.
Mα ένα καράβι σφακιανό, απ’ τα Σφακιά Σφακιώτες,
να μαϊνάρει δεν μπορεί, ν’ αράξει δεν ηξέρει.
Nαύτες μαϊνάρτε τα πανιά, βάλτε τις τέντες κάτω
ν’ ακούσομε τη λυγερή ίντα τραγούδι λέει.
Nαύτες μαϊνάρτε τα πανιά.