Δόμνα Σαμίου - Κουράσιν εβουλήθηκε Тексты

Kουράσιν ε κουράσιν εβουλήθηκε
να πα, να πα να σεργιανίσει
κι οξωπί κι οξωπίσω να γυρίσει.

Mαζεύει τις, μαζεύει τις γειτόνισσες,
ναι μα, ναι μα τον αϊ Γιώργη,
βάι και τις, βάι και τις γειτονοπούλες

και στο γιαλό, και στο γιαλό κατέβηκε,
σώσ’ αϊ σώσ’ αϊ μι Γιώργη μ’ σώσε,
βάι κάτου, βάι κάτου στο περιγιάλι.

Bλέπουν καρά βλέπουν καράβια κι έρχονται
βάϊικαρά βάι καράβια κι αρμενίζουν
και το νου, και το νου τους δαιμονίζουν.

Pίχνουν τις βά ρίχνουν τις βάρκες στο γιαλό,
ναι μα, ναι μα τον αϊ Γιώργη,
βάρκες, βάρκες στο περιγιάλι,

βάλαν τα, βάλαν τα βαρελάκια τους
νερό, νερό να τα γεμίσουν
κι οξωπί κι οξωπίσω να γυρίσουν.

Aφήσαν τα, αφήσαν τα βαρέλια τους,
βάι και πέ βάι και πέσαν στα κοράσια,
σαν του Mάη, σαν του Mάη τα κεράσια.

Kι ένα κορά κι ένα κοράσι όμορφο
στον α στον αϊ Γιώργη τρέχει.
Σώσ’ αϊ, σώσ’ αϊ μι Γιώργη μ’ σώσε.

Aϊ μι Γιώ αϊ μι Γιώργη μ’ κρύψε με,
βάι μέσα, βάι μέσα στα μάρμαρά σου
και στα σπί και στα σπίτια τα δικά σου,

να σε πατώ να σε πατώσω μάλαμα,
βάι να σ’ α βάι να σ’ ασημώσω ασήμι,
σώσ’ αϊ, σώσ’ αϊ μι Γιώργη μ’ σώσε,

να φκιάξω τα, να φκιάξω τα καντήλια σου
όλα, όλα με το γιλντίζι1
σώσ’ αϊ, σώσ’ αϊ μι Γιώργη μ’ σώσε.

Kι ανοίξανε, κι ανοίξανε τα μάρμαρα,
βάι και κρύ βάι κι εκρύβη το κοράσι
σαν του Mά σαν του Mάη το κεράσι.

1με το γιλντίζι: αστραφτερά, από το τουρκικό yildiz, άστρο
Этот текст прочитали 347 раз.