Δόμνα Σαμίου - Κόρη ξανθή τραγούδησε Тексты

Kόρη, βάι, κόρη ξανθή τραγούδησε,
κόρη ξανθή τραγούδησε σε τρίχινο γεφύρι,
μα το, βάι, μα το γεφύρι εράισε,
μα το γεφύρι εράϊσε και το ποτάμι εστάθη

και το στοιχειό του ποταμιού βγαίνει την αρωτάει:
Kόρη, σαν είσ’ ανύπαντρη, άντρα να μη γνωρίσεις
κι αν έχεις άντρα και παιδιά χήρα να καταντήσεις.
ν Εγώ έχω άντρα, είν’ άρρωστος τώρα και δέκα χρόνια,
γυρευιμό1 μου γύρεψε στον κόσμο δεν υπάρχει,
γυρεύει γάλα από λαγό, τυρί απ’ άγριο γίδι.
Ως ν’ ανεβώ ’γώ στα βουνά, ψηλά στα κορφοβούνια,
να πάρω δίπλα τα βουνά κι όλα τα ραχοβούνια,
να φκιάσω στρούγκα του λαγού, ν’ αρμέξω τ’ άγριο γίδι,
άντρας μου έγινε καλά κι άλλη γυναίκα πήρε.
Δε με περνάει στην εμορφιά ούτε και στα καλά μου
παρά στα ρούσικα μαλλιά να με περνάει κομμάτι.
Tι το ’κανες εμένανε εσύ παλιογυναίκα,
θαρείς οι άντρες χάθηκαν και πήρες τον δικό μου
και ρήμαξες το σπίτι μου και το νοικοκυριό μου.
’Kειό πο’ ’καμες εμένανε μια μέρα θα ντο νιώσεις
σε τούτ’ τον κόσμο κι όχι αλλού, εδώ θα ντα πληρώσεις.
Στη σκάλα που κατέβαινε την κατάρα της δίνει.
Να τήνε πιάνει θερμασιά, βαριά να την ταράζει
και τα μαλλιά της κεφαλής τρίχα να μην ’πομένει.
Aρρώστησε, ξαρρώστησε βαριά γιά να πεθάνει
και τα μαλλιά της κεφαλής τρίχα δεν απομένει.

1γυρευιμό: λογοπαίγνιο γι’ αυτό που πρέπει να το ψάξεις, να το γυρέψεις, πολύ
Этот текст прочитали 278 раз.