Άσπρα μου πιριστέρια, μαύρα μου πουλιά
ισείς ψηλά πιτάτι κι διαβαίνιτι
πιράστι κι απ’ τ’ς αυλές μας κι απ’ τ’ς αυλούδις μας.
Nα γράψου στα φτιρά σας, στα φτιρούδια σας
να γράψου στην αγάπ’ να μη μι καρτιρεί
θέλει τα μαύρα ας βάλει, θέλει ας παντριφτεί.
Στουν τόπου πού ’ρθα τώρα ιδώ θα παντριφτώ
θα πάρου ένα κουράσιου δικαουχτώ χρουνώ
μάγισσας θυγατέρα, μάγισσας πιδί.
Mαγεύει τα καράβια κι διν αρμινούν
μι μάγιψι κι μένα δεν μπουρώ να ρθω.
Όντας κινήσου νά ’ρθου, χιόνια κι βρουχές
όντας γυρίσου πίσου, ήλιους ξαστιριές...