Διονύσης Τσακνής - Ο τεμπέλης ποντικός Тексты

Παραδοσιακό Ελληνικό παραμύθι.
Μια φορά κι έναν καιρό
μες στο δάσος, στο χωριό,
ζούσε ο πιο τεμπέλης ποντικός,
που στάθηκε στον ήλιο μπρος.
- Σήκω πηδηχτέ τεμπέλη,
για να φας καρύδια, μέλι,
είναι μεσημέρι.
Ξύπνα μη γυρίσει ο μπαμπάς
και σε βρει πάλι στο κρεβάτι.
- Αχ μανούλα μου χρυσή,
κάνε λίγη σιωπή,
εγώ ύπνο μόνο θέλω.
Σαν κοιμάμαι δεν πεινάω,
ούτε και σχολείο πάω
και περνώ ζωή και κότα
με χαμηλωμένα φώτα.
Η καημένη η ποντίκα
έκλαιγε συχνά με πίκρα.
- Θεέ μου, τι φοβερό κακό,
να μην έχει ξυπνημό
το μικρό μου ποντικάκι.
Μια ημέρα δεν αντέχει
και γερά-γερά τις βρέχει
στο τεμπέλικο ποντικάκι
και το βγάζει από το σπίτι.
- Που με πας καλέ μαμά,
ψιθυρίζει στριγγλιστά.
- Πάμε στο ζωολογικό τον κήπο,
για να δεις το γέρο λύκο
και το νανούρη το φριχτό,
που όλο κοιμάται, νυστάζει
και κανέναν δε κοιτάζει.
Να περπατήσει δεν μπορεί
και για να μην κουραστεί,
κρεμιέται από ένα κλαδί
και μένει εκεί όλη μέρα,
μες στον ήλιο, στον αέρα
και δεν πλένεται ποτέ
κι ούτε καθαρίζεται
και δεν τον αγαπά κανείς
εκτός από τους ψύλλους.
Μια και δυο οι ποντικοί
φτάνουν έξω από ένα κλουβί
που μέσα είχε ένα δέντρο.
Μα επάνω δε στεκόντουσαν πουλιά,
ένα άσχημο ζωο τριχωτό,
με βρωμικο ντύμα φουντωτό
κοιμότανε ανάσκελα.
- Νανούρη, γύρνα να σε δω.
- !!! Νυστάζω. Έλα εσύ στα μάτια μου εμπρός.
Μια και δυο ο πηδηχτός, ανεβαίνει τα σκαλιά,
καβαλάει τα κάγκελα, ανεβαίνει στα κλαριά
και κρεμιέται ανάσκελα.
- Θεέ μου, τι φοβερή βρωμιά,
τέτοια γούνα λερωμένη
και μουσούδα λασπωμένη.
- Νανούρη έλα να πλυθείς.
- !!! Νυστάζω. Φύγε παρευθείς.
Μια και δυο ο πηδηχτός,
κατεβαίνει και πηγαίνει στη μαμά
που περιμένει και της λέει με χαρά.
- Από σήμερα μαμά, θα 'μαι φρόνιμος και καθαρός,
θα πηγαίνω στο σχολείο,
έστω και αν κάνει κρύο,
θα ξυπνώ με τα κοκόρια
κι όπως όλα τ’ άλλα αγόρια,
θα τρέχω όλη μέρα
μες στον ήλιο, στον αέρα.
Η μαμά του δακρυσμένη
τον φιλάει ευτυχισμένη
και γυρίζουν πηδηχτά
στη μικρή τους τη φωλιά.
Этот текст прочитали 152 раз.