Η καρδιά μου χτυπά, στο ρυθμό της χορεύω.
Μια κινούμενη άμμος με τραβάει σταθερά.
Της ζωής μου η σκιά προπορεύεται πάντα,
σαν το μύθο που ως τώρα ακολουθάω πιστά.
Να μιλήσω μονάχος μου τώρα με τη γλώσσα που ξέρεις κι εσύ
δίχως νόθα στηρίγματα λόγου ξακουστών ποιητών,
σαν ποτάμι να φύγει η φωνή μου σ’ ένα ξέφωτο χώρο λαμπρό,
με θορύβους παρμένους στην τύχη γι’ αυτό.
Μια μελωδία αρχινά,
που οι νότες της βγαίνουν μ’ ένα γνώριμο τρόπο απλά.
Καμιά κοσμική φορεσιά,
δεν ζητάει να ντύσει ένα στίχο με γρίφους συχνά.
Να μιλήσει μονάχη της τώρα με τη γλώσσα που ξέρει αυτή
δίχως νόθα στηρίγματα λόγου ξακουστών ποιητών,
σαν ποτάμι να φύγει η φωνή της σ’ ένα ξέφωτο χώρο λαμπρό,
με θορύβους παρμένους στην τύχη γι’ αυτό.
Σαν τη χαρά του παιδιού,
το φιλί της γυναίκας και το χάδι ενός κρύου χεριού,
σαν θεϊκή ζωγραφιά,
μ’ ένα τρόπο δικό σου αντικρίζεις μια καινούργια χαρά.
Να μιλήσει μονάχη της τώρα με τη γλώσσα που ξέρει αυτή
δίχως νόθα στηρίγματα λόγου ξακουστών ποιητών,
σαν ποτάμι να φύγει η φωνή της σ’ ένα ξέφωτο χώρο λαμπρό,
με θορύβους παρμένους στην τύχη γι’ αυτό.