Κι εγώ αρχίζω τον χορό...Θρεττανελό
τού Κύκλωπα, κρατώ το βήμα, ελεύθερο
κι εσείς ακολουθάτε με.
Ελάτε, σκατουλάκια μου,
μαζί μου επαναλάβατε:
Βελάζουμε σαν προβατάκια,
σαν τράγοι αρωματισμένοι.
Έξω οι φαλλοί βγαλμένοι,
άιντε, καλά θα φάμε.
- Κι εμείς θ’ ακολουθήσουμε,
Θρεττανελό, τον Κύκλωπα
βελάζοντας χαρούμενα
στην φρικαλέα θέα του.
Τραβάς μασώντας λάχανα
μέσ’ στο τρελό μεθύσι σου
κι έχοντάς μας από πίσω,
μόλις σωριαστείς στο στρώμα
θα σού πεταχτεί το όμμα
με ένα καυτό παλούκι.
- Θα γίνω η Κίρκη που έβραζε...
Θρεττανελό, τα βότανα
και τους συντρόφους έπειθε
να γίνουν γουρουνόπουλα.
Με κοπριές τους τάιζε
και ζύμωνε και έλεγε:
Αυτόν το ρόλο εγώ διαλέγω
κι εσείς, γρυλίζοντας, κοντά μου
ελάτε, γουρουνόπουλά μου,
πίσω από τη μαμά σας.
- Αφού την Κίρκη διάλεξες,
Θρεττανελό, τη μάγισσα
κι εμείς τον Οδυσσέα
αντιγράφοντας σε αδράχνουμε.
Απ’ τα αχαμνά κρεμώντας σε,
τελείως καλοπροαίρετα,
σού τρίβουμε κοπριά στη μύτη,
σού τρεμουλιάζει το πιγούνι
και ξεφωνίζεις σαν γουρούνι
πίσω από τη μαμά του.
- Ελάτε και στο δούλεμα
ας μπει τελεία και παύλα.
Έχετε άλλο έργο εσείς,
εγώ, πηγαίνω λάθρα.
Τσιμπώ από τον αφέντη μου
λίγο ψωμί και κρέας.
Έργο μάς αναθέσανε,
μασώντας συμμετέχω.