Κάθεται ο Μίδας και κοιτά
Τα νόστιμα κι αχνιστά ψωμιά
Και δεν τα ακουμπάει
Κρυφά στην πείνα του μιλάει.
Δε θα βρει ο κόσμος προκοπή
Όσο υπάρχουνε θεοί
αλλιώτικα, αλλιώτικα
αλλιώς έπρεπε να `ναι.
Να μην υπήρχε το μυαλό
Ούτε το άπληστο Εγώ
γιατί σε τυραννάνε.
Με όλα του Μίδα τα καλά
Δεν τρώγονται τα χρυσά ψωμιά
Κι όσο κι αν το ζητάει
Ο χρόνος πίσω δε γυρνάει