Διονύσης Σαββόπουλος - Νέο κύμα Тексты

Μες στα δισκάδικα όταν βρίσκω
πελάτες άγνωστους ν’ ακούν δικό μου δίσκο,
νιώθω μυστήρια ταραχή,
και φεύγω αμέσως από κει.
Νιώθω σαν κάτι κοριτσάκια,
πού `χουνε σύρματα στα δόντια ή σπυράκια
αν δε σας φαίνεται μελό ,
το εαυτό μου αντιπαθώ.
Δεν τα υποφέρω τα τραγούδια μου,
και προπαντός όταν μου μοιάζουν,
όλα εκείνα π’ αγαπώ,
είν’ αλλωνών κι αλλιώς φαντάζουν.
Και προσπαθώ ν’ αποκριθώ,
με κάτι φθόγγους που δεν βγαίνουν,
κι όλο λέω, τέλειωσα, τραγούδια πια δε βρίσκω,
και να που πάλι βγάζω δίσκο.

Μου φέρνουν ζάλη οι συγχορδίες
και ημικρανία οι ομοιοκαταληξίες,
και μ’ εκνευρίζει αυτή η φωνή,
που όσο πάει κι εξασθενεί.
Οι εμπνεύσεις μου είναι γλωσσοδέτες,
νιώθω συχνά σαν τους τριγύρω σκηνοθέτες,
που οδηγήσαν μια γενιά
στα πιο βαθιά χαζουμουρητά.
Κι όλο βουλιάζω στο νανούρισμα
κάποιας αόρατης μαράκας
κι όλοι μου οι φίλοι απορούν,
τι κάνει ετούτος, ο μαλάκας.
Τι να σας πω, είναι τρελό,
μα έβαλα ωράριο εργασίας,
όπως κάνουν όλοι οι συνάδελφοι με πείρα
συγγνώμη που τους αποπήρα.

Λένε πως άμα προσπαθήσεις,
Θα `ρθει ο καιρός που θ’ ανοιχτείς και θα πλουτίσεις
σε μένα δε συμβαίνει αυτό,
και στο μηδέν ξαναγυρνώ.
Μα μπαίνει η άνοιξη στην πόλη,
κι απ’ τ’ ανοιχτό λεωφορείο μου φαίνεστε όλοι
τόσο γλυκούτσικοι κι αχνοί,
στη θερινή σας τη στολή.
Κι οι μπάντες παίζουν το τραγούδι σας
που τα κενά μας συμπληρώνει
κι ο ουρανός που αιμορραγεί,
στα πεύκα εκεί μας αθωώνει.
Θα `ταν τρελό να προσπαθώ,
αυτόν τον άνεμο να εκφράσω
με τα φαναράκια του μου αρκεί να γειτονέψω
βγάζω τα τραπεζάκια μου έξω.
Этот текст прочитали 413 раз.