Διονύσης Σαββόπουλος - Κανονάκι Тексты

Τούτος ο κανόνας με το κανονάκι,
τούτος ο κανόνας με το κανονάκι
αν δεν είχε λόγο χαρισμένο
θα `τανε ψωμί σκουληκιασμένο.

Πούθεν έρχεται και που θε ξεχειλίζει,
πούθεν έρχεται και που θε ξεχειλίζει
μέσ’ από το ρεύμα και το χρόνο
μέσ’ απ’ τη συνήθεια και το νόμο.

Κανονάκι, κανονάκι δεν υπάρχει ορόσημο
κόβονται τα γόνατά μου στο τρελό της δόσιμο.
Είναι η χάρη που μας παίρνει, σκάει κι απογειώνεται
βρίσκει την καινούργια βία και ξανασαρκώνεται.

Μας αγάπησε αφού έρχεται και στρίβει,
μας αγάπησε αφού τη στέγη ανοίγει
στ’ αφρισμένο κύμα του χειμώνα,
στου Αυγούστου τον απατεώνα.

Στους καταυλισμούς ορμάει μ’ ασθενοφόρο,
ξεριζώνει ένα σύρμα ηλεκτροφόρο
το τελειώνει μέσ’ στην μουσική της
κι ύστερα πετάει το κλειδί της.

Κανονάκι, κανονάκι δεν υπάρχει ορόσημο
κόβονται τα γόνατά μου στο τρελό της δόσιμο.
Είναι η χάρη που μας παίρνει, σκάει κι απογειώνεται
βρίσκει την καινούργια βία και ξανασαρκώνεται.

Ξέρω να κρατώ τα μέτρα και τους χρόνους
τους μικρούς μου κώδικες σχεδόν τους ξέρω όλους
κι όμως δε θα είχα επιτυχία
δίχως την κρυμμένη τους αιτία.

Μια φορά κι έναν καιρό
ήταν ένας κότσυφας
που τον λέγαν Σταύρο.

Απέκτησε φωλιά και κοτσυφόπουλα
και τόσο περήφανος αισθάνθηκε
που βγήκε και κάθονταν στο κλαδί
καμαρωτός καμαρωτός.

Από μακριά
έρχονται όλα τα πουλιά του δάσους...
Μπεκάτσες, τσίχλες, περιστέρια, αηδόνια,
τσαλαπετεινοί και παγόνια
από μακριά τον χαιρετάνε
κι από κοντά του λένε:

"Γεια σου Σταύρο!"

"Δε με λένε Σταύρο,
μον’ με λένε Σταύρο και κυρ Σταύρο
και αφέντη Τσουτσουλομύτη!"

Αλλάζει όμως ο καιρός,
να βροχές, να χαλάζια, να κεραυνοί
πάει η φωλιά πάν’ τα κοτσυφόπουλα, παν’ όλα,
βγήκε και κάθονταν στο κλαρί μονάχος.

Από μακριά
έρχονται όλα τα πουλιά του δάσους...
Μπεκάτσες, τσίχλες, περιστέρια, αηδόνια,
τσαλαπετεινοί και παγόνια
από μακριά τον χαιρετάνε
κι από κοντά του λένε:

"Γεια σου Σταύρο και κυρ Σταύρο
και αφέντη Τσουτσουλομύτη!"

"Δε με λένε Σταύρο και κυρ Σταύρο
και αφέντη Τσουτσουλομύτη.
Μόνο Σταύρο με λένε, μόνο Σταύρο"...
Этот текст прочитали 313 раз.