- Εσείς που με τον κύρη μου τα ίδια σκόρδα τρώτε
Πολίτες κι εργαζόμενοι και ερασταί τής φάπας
τρεχάτε με τα τέσσερα και μην το συζητάτε
Ήρθε ο καιρός... Σωθήκατε...
Κοντά μας συναχθείτε.
- Δεν μάς κοιτάς
Ξαναμμένους κι εμάς
Τόσον ωραίους...
Όσο είν’ εφικτό
Για αχαμνούς όπως εγώ
Γηραλέους;
Μάς προσκαλείς
Αλλά δεν εξηγείς
Ποιος ο σκοπός σου
Τι στο καλό
μάς κουβάλησε εδώ
Τ’ αφεντικό σου
- Αμ’ τόσην ώρα σού μιλώ κι εσύ δεν λες ν’ ακούσεις
Ο αφέντης μου το δήλωσε... Θα ανακουφισθείτε
κι απ’ την ψυχρή κι ανάποδη ζωή σας θα σωθείτε.
- Άλλο κι αυτό
κι από πού, σε ρωτώ
και πώς τού ήρθε
- Σάς φέρνει, βρε τσαχπίνηδες, έναν καημένο γέρο,
μύξη, φαφούτη, καραφλό, σωστόν κατσιποδιάρη
και, μα το ναι, μού φαίνεται πως πάσχει κι από κήλη.
- Μωρε τι μάς λες
Τι κουβέντες τρελές
Λέγε το πάλι
Αμ’ τότε αυτός
Είν’ σωστός θησαυρός
Έτσι προβάλλει
- Σάς το 'πα είναι κατάφορτος
απ’ τα γεράματά του
- Δε σού περνά
πως κοστίζει ακριβά
αυτή σου η πλάκα
Για κοίτα εδώ
τί μαγκούρα κρατώ
για κάποιο βλάκα
- Εκεί με κατατάξατε;
Πώς είμαι όλως διόλου;
πώς μού είναι φύσει αδύνατο να πω
μια ωραία κουβέντα;
- Για δες κορμί
που προσβλήθηκε 'κει
Κοίτα ποδάρια
που νοσταλγούνε
τον φάλαγγα
και τα στυλιάρια
- Στα θυμαράκια σού 'λαχε ο κλήρος να δικάσεις
Δεν ξεκινάς σιγά - σιγά... μην περιμένει ο Χάρος;
- Σκάσε μωρέ
σιχαμένε οδηγέ,
φύτρα γελοία.
Μάς ξεγελάς
και για πού μάς τραβάς
λέξη καμία
Στάση καμιά,
ο ιδρώτας κυλά,
δίψασα εντόνως.
Στον ερχομό
είδα καρπούζια σωρό
μα πού ο χρόνος
- Ας μην το κρύβω άλλο πια
Λοιπόν, το αφεντικό μου
τον Πλούτο πήγε κι έφερε
για να σάς κάνει πλούσιους.
- Αλήθεια;
Κι είναι δυνατόν να γίνουμε όλοι πλούσιοι;
- Ναι! Σαν τον Μίδα πάμπλουτοι
και με αυτιά γαϊδάρου
- Χαίρομαι κι αγάλλομαι
και στον χορό πετάγομαι.
Αν είναι αλήθεια όλα αυτά
απ’ την πολλή μου τη χαρά.