Είδα τη Σούλα και τον Δεσποτίδη,
στο όνειρό μου τους είδα ζωντανούς
κι άστραψε το όνειρο σαν δαχτυλίδι
που ήρθε να ντύσει πάλι τους γυμνούς.
Ανησυχούσα μην καταλάβουν
πως ήταν πεθαμένοι από καιρό
το ανεμιστήκαν· και για να με προλάβουν
με πλύναν μ’ ένα γέλιο καθαρό.
Πού ήταν το θάρρος κι η πίστη μου αίφνης;
Μαζί τους ήμουνα στην άλλη Αριστερά
που είδε τον κόσμο σαν έργο τέχνης
με τελειωμένα κι αθάνατα φτερά.
Ένα κουβούκλιο μου `χαν κατεβάσει
πλάι στο τριφύλλι, σε γήπεδο βαθύ
φωνές και κόρνες είχαν σωπάσει
στον Υμηττό είδα φως τριανταφυλλί.
Είδα τους φίλους, τα πρόσωπα όλα,
την Ιπποκράτους, τη θάλασσα μακριά,
τα σκαλοπάτια του Αϊ Νικόλα,
καρέκλες άδειες στο υπαίθριο σινεμά.
Κι είδα ένα τέλος στο σινεμά τους
στο μαξιλάρι μου έκλαψα βαθιά,
τα πρόσωπά μας, τα ονόματά μας,
πόση προσπάθεια, πόση μοναξιά;
Και τι ιδρώτας απ’ τη μεριά μου
μες στων ονείρων τις αόρατες κλωστές...
όταν ανοίξανε τα βλέφαρά μου
στο στόμα πλάι μου ακόμα ήταν υγρές.
Φιλί και σάλιο από μετάξι
σαν σκουληκάκι στα φύλλα της μουριάς
που έγινε νύμφη για να πετάξει
μέσα στου ήλιου τα εκατομμύρια φλας.
Этот текст прочитали 303 раз.