Στου Ασπρομόντε τις πλαγιές και στο χωριό Ροχούδι
μέσα από τα χαλάσματα ακούγεται τραγούδι
αν πλησιάσεις θα τους δεις, μαέστροι αποθαμένοι
πίνουν ομίχλη για κρασί, σου μοιάζουν μεθυσμένοι.
Κιθάρα παίζει ο De André με πεταχτά ακόρντα
κι ο Pirandello λάμπει δες στου σαρκασμού τα δόντια
ο Cesare απόμακρος βαρύ τσιγάρο στρίβει
όλα τα πάθη του έριξε σε πέτρινο λιοτρίβι.
Αέρας παίρνει τον αχό και γρήγορα τα νέα
φτάνουν στου Βούα το γιαλό και στην Αμεντολέα
θα `ρθουν οι συβαρίτισσες κι αυτές ξετρελαμένες
φτεροκοπάνε, φτάνουνε γυμνές και μυρωμένες.
Κι ένας βοσκός αμέριμνος που πρόβατα γκρεκίζει
"madonna mia" μουρμουρά το δρόμο συνεχίζει
δεν ξέρει από ρήγματα, δεν βλέπει εφιάλτες
κι ούτε γνωρίζει πως κρατά όλη την γη στις πλάτες.