Όλα στραβά πηγαίναν στη ζωή μου
κι απάνω που `χα χάσει την αντοχή μου
ανοίξανε οι ουρανοί, κι ανάμεσα στα φλάς
κοντά μου η Πυθία ήρθε τρεκλίζοντας.
Ένα τσιγάρο πρώτα έκανε τράκα
κι ύστερα ανέκραξε: "Φτωχέ μου βλάκα,
μες στα βαθιά νερά τι θες και κολυμπάς;
Oτι φάμε, ότι πιούμε, κι ότι αρπάξει ο κώλος μας."
Mα πριν προλάβω καν να την ρωτήσω
το γρίφο που έκρυβε ο χρησμός της να λύσω,
του νόμου οι φύλακες μας κύκλωσαν γιαβρούμ
στα χέρια βραχιολάκια της περνούν,
ντρούμ ντρούμ λέει, ντρούμ ντρούμ.
Kι ενώ μες στη στενή με βία την οδηγούνε
γυρνάν σ’ εμένανε και μ’ εξηγούνε,
μέσα σε κούφιο δόντι είχε κρυμμένο
μιά δαχτυλίθρα μαύρο κατεργασμένο.
Στα πρωτοσέλιδα την άλλη μέρα
είδα τα μάτια της ξενυχτισμένα,
"EΠITYXIA" με μεγάλα γράμματα
θα ξέρετε θαρρώ πως πάνε αυτά τα πράγματα.
Mε τα πολλά αναγκάστηκε να ομολογήσει
αντί για δάφνη έπερνε λέει χασίσι,
κι αν ξέφευγε για αιώνες τούτη η κυρία
πάντα νικά στο τέλος η αστυνομία.