Άφησα την καρδιά μου στην Οαχάκα
κι αργά ή γρήγορα το ξέρω θα χαθώ.
Υβόν μακριά σου δεν μπορώ να πάρω ανάσα
μα θα διαλέξω εγώ πως θα καταστραφώ.
Ασθμαίνω μέσα στο σκοτάδι
σαν έμβρυο δίχως πνοή.
Φιλιά και ανάσες κάθε βράδυ
μου παίρνουν τη ζωή.
Κενός θα φεύγω πάντοτε σαν φάντασμα στο αγιάζι
και η θλίψη άμμος θα κυλάει στο σώμα μου καυτή.
Εσύ μονάχη θα μετράς τις στάλες στο περβάζι
και `γω θα κείτομαι νεκρός μια νύχτα με βροχή.
Πύρινα μάτια με κοιτάνε
μορφές που ρίχνουνε σκιές.
Πάνω στους δρόμους που γυρνάμε
η μνήμη όλο πληγές.
Ασθμαίνω μέσα στο σκοτάδι
σαν έμβρυο δίχως πνοή.
Φιλιά και ανάσες κάθε βράδυ
μου παίρνουν τη ζωή.
Κενός θα φεύγω πάντοτε σαν φάντασμα στο αγιάζι
και η θλίψη άμμος θα κυλάει στο σώμα μου καυτή.
Εσύ μονάχη θα μετράς τις στάλες στο περβάζι
και `γω θα κείτομαι νεκρός μια νύχτα με βροχή.
Κενός θα φεύγω πάντοτε σαν φάντασμα στο αγιάζι
και η θλίψη άμμος θα κυλάει στο σώμα μου καυτή.
Εσύ μονάχη θα μετράς τις στάλες στο περβάζι
και `γω θα κείτομαι νεκρός μια νύχτα με βροχή.
Κάτω απ’ το ηφαίστειο πέτρωσα σαν τη λάβα.
Δεν έχω μέλλον, ούτε παρελθόν.
Μου τέλειωσε και το Μεσκάλ από την κάβα
και είναι η κάθε μου μέρα, μέρα των νεκρών.