Κινήσανε πριν χρόνια σαν τα τρένα
που ολόφωτα διασχίζαν τα όνειρά τους.
Τρελά πουλιά με μάτια πληγωμένα
συντρόφευαν την άγρυπνη χαρά τους.
Μεθύσανε σε μπαρ ναυαγισμένα
μ’ αγγέλους που `χαν χάσει τα φτερά τους
και μοιάζαν με παιδιά εγκατελειμμένα
που φτιάχναν βάρκες με τη χάρτινη καρδιά τους.
Στο δρόμο συναντούσαν υπνοβάτες,
νεκρές ψυχές που αναζητούσαν τα κορμιά τους,
σκιάχτρα που ξεδιψούσαν μ’ αυταπάτες,
τρελούς που κυνηγούσαν τη σκιά τους.
Τις νύχτες κάτω από τ’ άστρα που σπινθήριζαν
μέσα στην ρόδινη σιωπή του γαλαξία,
θυμόντουσαν το σπίτι που γεννήθηκαν
και μια σκυφτή στην κάμαρα οπτασία:
τη μοίρα τους που τους κοίταζε σαν ξένους.
Κι ακούγανε φωνές που τους καλούσανε
και λέγανε τα μαύρα παραμύθια,
τις ρίζες που τους κόψαν και πονούσανε
τη μοναξιά η μόνη τους αλήθεια.