Φεύγει ὁ Σίμος σήμερα· ἡ ὥρα νά᾿ν᾿καλή,
νὰ φᾶμε κά᾿να κότσυφα, ὀρτύκι καὶ πουλί.
Τοῦ ἔγινε μετάθεση κι ἔληξε ἡ θητεία
κι ἐμεῖς ἂς τὴν ξεχάσουμε τὴ μαύρη ἑξαετία.
Φεύγει ὁ Σίμος καὶ γι᾿ αὐτό, σουσουκαραῖοι, κλάφτε·
τσίχλες, κοτσύφια, τρούτσινες, στὰ μαῦρα νὰ τὰ βάψτε.
Γιορτὴ μεγάλη ἔχουνε ὁ Φλιᾶς κι ὁ Σαρκαφλιᾶς·
πανηγυρίζει ὁ Καναβός, ὁ Λάμπρος κι ὁ Μηλιᾶς.
Τί ὠφελεῖ κι ἂν ἔπιανε καθημερινῶς τὰ δόχια,
ἀφοῦ γυρνοῦσε κι ἔβρισε στὴ μηχανή του βρόχια;
Ὁ Τοῦρκος λέει πὼς μυαλὸ δὲν ἔχουν οἱ ψηλοί,
ἴσως γι᾿ αὐτὸ δὲν φάγαμε κότσυφα καὶ πουλί.
Ἐμέν᾿ αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος δὲ μ᾿ ἔκανε κακό·
μ᾿ ἀκόμα κι ἂν θὰ μ᾿ ἔκανε, τὸ δίκιο θὰ τὸ πῶ.
Ὁ Σίμος εἶναι δασικὸς καὶ τὴ δουλειά του κάνει,
μὰ τὸ χωριὸ θέλει φωτιά, πού ῾χει πολλοὶ ῥουφιάνοι
Этот текст прочитали 289 раз.