Το τρενάκι γυρνούσε φωτισμένο και αχνό στον αέρα
κάτω η θάλασσα μ’ ένα καράβι το φεγγάρι πιο πέρα
σε θυμάμαι συχνά που φορούσες ένα άσπρο φουστάνι
σε κρατούσα απ’ το χέρι ότι ζούμε μου λες δε μου φτάνει
Στα τραγούδια που λέγαμε οι δυο μας οι φωνές χαμηλώσαν
χαραγμένη καρδιά στο παγκάκι που μετά την προδώσαν
μια φορά μου `χες πει δεν μπορεί θα το νιώσανε κι άλλοι
πριν το τέλος πως μοιάζει η σιωπή σαν αγάπη μεγάλη
Κι εγώ που ζω για πάντα εδώ κι όλο φεύγω το τέλος πριν να δω
κάθε νύχτα που περνάει γυρίζω ξανά σκοτάδι γίνομαι και παραδίνομαι
στο ρυθμό σου που καίει ακόμα αυτό το σώμα που μένει χρόνια χωρίς σκιά
κάθε νύχτα που περνάει σαν ταινία κι ό,τι ζήσαμε προβάλλεται με φόντο την πλατεία
Κάθε νύχτα που περνάει πάντα εδώ
Κι όλο φεύγω πριν μείνουμε μόνοι το τέλος μη δω
Σιδερένια η σκάλα και μου `λεγες θα μείνουμε λίγοι
πήρε η νύχτα να πέφτει βαθιά κι ο αέρας με πνίγει
Μηχανές ξεχασμένες κι αδέσποτες στο δρόμου τη σκόνη
Σκέψου να ’ταν το πάτωμα ασπρόμαυρο και να `σου το πιόνι
μια φορά μου `χες πει δεν μπορεί θα το νιώσανε κι άλλοι
πριν το τέλος πως μοιάζει η σιωπή σαν αγάπη μεγάλη
Κι εγώ που ζω για πάντα εδώ κι όλο φεύγω το τέλος πριν να δω
κάθε νύχτα που περνάει γυρίζω ξανά σκοτάδι γίνομαι και παραδίνομαι
στο ρυθμό σου που καίει ακόμα αυτό το σώμα που μένει χρόνια χωρίς σκιά
κάθε νύχτα που περνάει σαν ταινία κι ό,τι ζήσαμε προβάλλεται με φόντο την πλατεία
Κάθε νύχτα που περνάει πάντα εδώ
Κι όλο φεύγω πριν μείνουμε μόνοι το τέλος μη δω