Είχα ωραία διάθεση και πείναγα αρκετά
και είπα ας πάω τη βόλτα μου και τρώω πιο μετά.
Περιπάτησα λίγα λεπτά κι σ’ ένα πάρκο πήγα
Και τρία ξένοιαστα παιδιά εκεί να παίζουν είδα.
Σ’ ένα παγκάκι κάθισα και λέει το πιο μικρό
χρειάζεται και τέταρτος για το παιχνίδι αυτό.
Το λύκε, λύκε είσαι εδώ σχεδίαζα να παίξουν
μα δεν υπήρχαν άλλοι τον τέταρτο να διαλέξουν.
Τότε αυθόρμητα εγώ τους είπα βρε παιδιά
μαζί σας αν με θέλετε θα παίξω με χαρά.
Και φυσικά συμφώνησαν, μοιράστηκαν οι ρόλοι
κι εγώ ο λύκος έγινα που τον φοβούνται όλοι.
Λύκε, λύκε είσαι εδώ;
Εδώ είμαι.
Και τι κάνεις;
Βγάζω τη γενειάδα μου.
Γιατί, γιατί, γιατί;
Γιατί έχω στην κοιλιά μου φαγούρα τρομερή.
Λύκε, λύκε είσαι εδώ;
Εδώ είμαι.
Και τι κάνεις;
Βγάζω το καπέλο μου.
Γιατί, γιατί, γιατί;
Για ν’ ακούω καλύτερα μες τη βαβούρα αυτή.
Λύκε, λύκε είσαι εδώ;
Εδώ είμαι.
Και τι κάνεις;
Βγάζω τα γυαλιά μου.
Γιατί, γιατί, γιατί;
Βλέπω έτσι καλύτερα την όμορφη αυγή.
Λύκε, λύκε είσαι εδώ;
Εδώ είμαι.
Και τι κάνεις;
Τη στοματάρα μου άνοιξα και σας κυνηγώ.
Σε τρία δευτερόλεπτα καλά μου φιλαράκια
με τρεις κινήσεις σίγουρες σας κάνω κομματάκια.
Δεν ξέχασα, μα φυσικά πως είμαι ναι στ’ αλήθεια
ο λύκος ο πολύ γνωστός από τα παραμύθια.
Κι αφού σας φάω φεύγω ταξίδι μακρινό
με γρήγορο αυτοκίνητο το ωραίο μου Ντεσεβό.
Πετάγομαι όπως σκέφτηκα καλύτερα το θέμα
δεν ήθελα όλο μόνος μου στον κόσμο να γυρνώ.
Και τότε ξάφνου ηρέμησα, ένιωσα μια χαρά,
ελάτε, ανεβείτε, φεύγουμε για μακριά.
Στο Ντεσεβό ανέβηκαν τα τρία τα παιδάκια
και πήγαμε χαρούμενοι σ’ άλλα παραμυθάκια.
Κι ούτε πια πείνα είχα κι έτρωγα σταφυλάκια
μαζί με τα καινούρια μου ωραία φιλαράκια.
Στο Ντεσεβό ανέβηκαν τα τρία τα παιδάκια
και πήγαμε χαρούμενοι σ’ άλλα παραμυθάκια.