Στου σκαντζόχοιρου τη ράχη στήσανε χορό οι μοίρες
ήπιαν δυο μπουκάλια ούζο κι από δεκαπέντε μπύρες.
Κι όταν άναψε το γλέντι με φωνάξανε κι εμένα
πιες και χόρεψε μαζί μας κι όλες ήρθαμε για σένα.
Μεθυσμένες όπως ήταν τους γυρίσαν τα καλάθια
κι έπεσαν μαλλιά, κουβάρια στου σκαντζόχοιρου τ’ αγκάθια.
Κι ώσπου να το καταλάβουν τα χαρίσματά μου χάσαν
και καθίσαν όλες χάμω ντροπιασμένες και σωπάσαν.
Μια γριέντζω από την πόλη μου μαρτύρησε το κόλπο
μου `πε πως για να τ’ αρπάξεις θέλει τρόπο κι όχι κόπο.
Μες στ’ αγκάθια είναι κρυμμένα όλα αυτά που σου αρέσουν
του σκαντζόχοιρου τραγούδα να χορέψει για να πέσουν .