Ο νονός μου ήταν κοράκι, κλέφτης ξακουστός στη πόλη
και πετούσε απ’ τη φωλιά του, όταν πια κοιμούνταν όλοι.
Στα βαφτήσια μου το λάδι στο ραμφί του μου `χε φέρει
κι όλοι γύρω κοιταχτίκαν, `’ το `κλεψε από πού ποιος ξέρει''.
Στις ταράτσες τραγουδούσε κρώζωντας ευτυχισμένα
'’ τα πιο νόστημα κοψίδια, ειν’ αυτά που `ναι κλεμμένα `'.
Μα τον άρπαξε μια μέρα από το λαιμό ένας γάτος
με στολή και εξουσία που του έδωσε το κράτος.
Πέσαν πάνω μου οι δασκάλοι να μη μοιάσω του νονού μου
και με γύψινες κουβέντες χτίσανε καλά το νου μου.
Κι έτσι ντράπηκα να απλώσω δυο φτερά σαν το κατράμι
στο κλουβί μου βρήκα χώρο κι η ζωή μου πάει χαράμι.