Είχεν ο Χάρος δυο παιδιά, δυο δυνατούς λεβέντες
στα ματωμένα τους σπαθιά δε σήκωναν κουβέντες.
Μια μέρα στο κυνήγι τους, στης βρύσης το λιθάρι
συνάντησαν μία γριά γυρτή σαν το σιτάρι.
Ώρα κακή σου βρε γριά κι αρχίνα να φοβάσαι
κι όλα σου τ’ αμαρτήματα ξεκίνα να θυμάσαι
Όμως αυτή δε μίλησε και στράφηκε στη βρύση
για να λουστεί στερνή φορά και τα μαλλιά να λύσει,
Που χρόνια τώρα τα `λουζε για κάποιο παλληκάρι
που κάποτε της έταζε πως θα `ρθει να την πάρει.
Κι ήρθαν χειμώνες κι έκατσαν απάνω στα μαλλιά της
όμως αυτή δεν πρόδωσε τον πρώτο έρωτά της.
Τώρα λεβέντες λούστηκα κι αν θέλετε κινάω
δεξά, ζερβά κρατήστε με σαν νύφη για να πάω
Στα χρόνια ετούτα που `φτασα κι έτσι γριά απού `μαι
πιο πάνω κι απ’ το θάνατο τον έρωτα φοβούμαι
Этот текст прочитали 360 раз.