Ζούσε στης γης τα τάρταρα ένα μεγάλο φίδι
που κάθε χρόνο μέτραγε τα λέπια του κορμιού του.
Χίλια τα βγάζει της ουράς, χίλια του κεφαλιού του.
Μα αλίμονο στην πλάτη του κατάρα κουβαλούσε
δυο δυνατά σπαθόφτερα που χρόνο με το χρόνο
μεγάλωναν και την καρδιά του γέμιζαν με πόνο.
Ντροπή εγώ της ράτσας μου να κουβαλάω φτερούγες
που θα `πρεπε να σέρνεται στο χώμα η κοιλιά μου.
χίλια είναι τα βάσανα, χίλια τα δάκρυά μου.
Κι άρχισε τότε να τρυπάει μ’ ορμή της γης τα σπλάχνα
να πέσει ν’ αποκοιμηθεί και να καλοπαιθάνει
σεισμός μεγάλος γίνηκε κι ο ουρανός εφάνει.
Κι ένοιωσε στις φολίδες του τη ζεστασιά του ήλιου
σε χρώματα κι αρώματα ο κόσμος κολυμπούσε
κι άκου τότε μια φωνή που τον παρακαλούσε.
Χτύπα καλέ μου τα φτερά και ζύγωσε τ’ αστέρια
δεν είσαι φίδι να μετράς τα λέπια του κορμιού σου,
χίλια να βγάζεις της ουράς, χίλια του κεφαλιού σου.
Δεν είσαι κι όσα σ’ έμαθαν οι άλλοι να νομίζεις
πως τάχα το `χει η μοίρα σου να σέρνεις την κοιλιά σου.
Είσαι θεριό και δράκοντας κι άπλωσε τα φτερά σου