Φέρνεις στροφές στους ήχους κάποιας ζεϊμπεκιάς
μα ζωγραφίζεις τα παράπονά σου
κι όταν τα πόδια σου στο πάτωμα χτυπάς
τ’ απωθημένα σου γραπώνουν τη σκιά σου,
κι όταν τα πόδια σου στο πάτωμα χτυπάς
τ’ απωθημένα σου γραπώνουν τη σκιά σου.
Βαριά η ατμόσφαιρα σ’ αυτό το μαγαζί,
τριγύρω φάτσες που θυμίζουνε χασούρα,
σ’ έχει βιδώσει σ’ ένα κύκλο η ζωή
και σε γυρίζει γύρω γύρω σαν τη σβούρα,
σ’ έχει βιδώσει σ’ ένα κύκλο η ζωή
και σε γυρίζει γύρω γύρω σαν τη σβούρα.
Η ώρα τέσσερις κι εσύ λιποθυμάς
απ’ το οινόπνευμα που κλέβεις τ’ άρωμά του
και τη ζωή σου με το ζόρι τηνε πας
σα μελλοθάνατος στο γύρο του θανάτου,
και τη ζωή σου με το ζόρι τηνε πας
σα μελλοθάνατος στο γύρο του θανάτου.