Όταν σε βλέπω, βρε Μαριώ, μαζί με τη μαμά σου,
κάθε πρωί όταν περνώ από τη γειτονιά σου.
Όπα
Και στο παζάρι όταν πας, Μαριώ, για να ψωνίσεις,
από μπροστά μου όλο περνάς εμένα να τσαντίσεις.
Μου λες, μανάβη δώσε μου μία οκά ντομάτα
και σαστισμένος στέκομαι απ’ τα γλυκά σου μάτια.
Μου δίνεις κατοστάρικο, τα ρέστα να σου δώσω
κι εγώ σου λέω μυστικά, θέλω να σ’ ανταμώσω.