Γκουβερνάντα μου τρελή ξανθιά,
που `χεις πάντα νάζι κι ομορφιά,
μ’ αυτη την κεντησμένη σου ποδιά, μου έχεις κάψει την καρδιά,
μ’ αυτη την μεταξένια σου ποδιά, μου έχεις κάψει την καρδιά.
Γκουβερνάντα μου θα σου το πω και καθόλου δε θα ντραπώ
για σένα βάσανα πολλά τραβώ, αχ, μ’ έχεις κάνει παλαβό,
για σένα βάσανα πολλά τραβώ, αχ, μ’ έχεις κάνει παλαβό.
Γκουβερνάντα μου σαν στολιστείς, στον καθρέφτη όταν θα φτιαχτείς
και μεσ’ στο δρόμο όταν περπατάς, τον σφάζεις όποιονε κοιτάς
και μεσ’ στο δρόμο όταν περπατάς, τον σφάζεις όποιονε κοιτάς.
Στη δροσιά σαν βγεις κάθε βραδιά και νταντεύεις τα μωρά παιδιά
σα ρίχνεις γκουβερνάντα μου ματιές, ανάβεις άσβηστες φωτιές,
σα ρίχνεις γκουβερνάντα μου ματιές, ανάβεις άσβηστες φωτιές.